Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Τσιαήλης Ρ. Χρίστος: Ποιήματα (Δείγμα γραφής)


Τα Νέου Τύπου Εκμαγεία


 

Έπειτα έφτιαξαν οι άνθρωποι τα νέου τύπου εκμαγεία.

Άφησαν πίσω τα αγάλματα, ξέχασαν τα αγγεία.

Μα αυτό το ‘έπειτα’

-μου λες- δεν το κατανοείς,

γιατί έπεται της συγκατάβασης τεράστια εποχή,

κι είναι επαίτειο μίας αρχαίας Χιλιετηρίας

που τέλειωσε άδοξα, ασκαρδαμυχτί,

την ψάχνουμε στους βυθούς μες τα αρχαία εκμαγεία

και πίσω από τους τοίχους των σπηλαίων,

ακόμη και στη φρασεολαγνεία των φιλοσόφων της δυστοπίας

-για να προσέξουμε μην ξανακάνουμε το λάθος-

 

Έπειτα έφτιαξαν οι άνθρωποι τα νέου τύπου εκμαγεία

[ναι, σε αγνοώ,

και δεν με νοιάζει αν το ‘έπειτα’ δεν το αποδεχτείς

κι αν τη Χιλιετία εκείνη ξεχάσεις]

κι έχυσαν μέσα τα μίγματα.

Κι έχυσαν μέσα το αίμα και τα βλαστοκύτταρα

και διόρθωσαν τον άνθρωπο που έμοιαζε ατελής

-κατά τη νέα προσέγγιση-

και έφτιαξαν άκρα δυνατά

και έφτιαξαν καρδιές και συκώτια γερά

για τους νέους αθλητές και τα επίμονα ρεκόρ

των προγόνων που πια δεν άξιζαν

και έφτιαξαν ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια.

 

Κι έχυσαν μέσα τα μπάζα και τα σπασμένα πεζοδρόμια

και μισοχαλασμένα μνημεία και ναούς

και άστεγους, επαίτες και αλλοδαπούς

κι έφτιαξαν τις νέες πόλεις για τις καινούριες κοινωνίες

με ραφιναρισμένα τετράγωνα κτίρια

και τετράγωνους δρόμους

και ομοιοτέλευτα πάρκα

για να’ναι  σίγουρα λυσιτελές στο νέο χάρτη το κάθε σημείο.

 

Έξω απ’ το εργαστήρι δεν στεκόντουσαν οι επιστήμονες,

δεν συζητούσαν οι γιατροί κι οι πολεοδόμοι,

μον’ ήτανε ο Διαφορικός Ζογκλέρ

και έκλαιγε καθήμενος σταυροπόδι,

κι ο Μέλανας Φιλόσοφος έξυζε το κεφάλι.

 

Κι έπειτα έριξαν μέσα στα εκμαγεία τα καμένα δάση κι άπλετο άνθρακα

κι έφτιαξαν διαμάντια τεράστια για να στολίζονται

και να διαπραγματεύονται το ακριβό μίγμα.

 

Κι αφού τέλος έφτιαξαν το ένα, τεράστιο εκμαγείο

έλειωσαν μέσα τον ήλιο που έσβηνε

και φτιάξανε ένα αστέρι που έλαμψε επαρκώς,

μα δεν υπολογίσανε

του νέου πλανήτη το εκμαγείο πώς θα το φτιάξουνε,

με το καλούπι της Γης που πεθαίνει

και με ποιο πολύτιμο μίγμα να το γεμίσουνε

για να γυρνάνε τα γρανάζια αιώνια

ακόμα και προσωρινά πού θα σταθούνε να το χύσουνε

δεν σκεφτήκανε

κι ούτε σε ποια εποχή το καλούπι να σπάσουν

για να αρχίσει ο Χρόνος να τρέχει ξανά,

κι ο Μέλανας Φιλόσοφος έξυνε το κεφάλι,

-ίσως για τελευταία φορά-

 

**

Είμαι το Δέντρο – Οι Μάχες της Ενοχής και της Ανάγκης

 

Είμαι το δέντρο που απέναντί του στάθηκες με το τσεκούρι

και με τη μηρυκαστική ματιά σου μέτρησες.

Μέτρησες χρόνια πάνω στη ροζαριασμένη φλούδα μου με δάκρυα στα μάτια

μέτρησες χρήμα στις διαστάσεις του κορμού μου αγκαλιάζοντάς με,

μέτρησες ζέστη στο τζάκι τη σφαγή μου φαντασιαζόμενος,

μέτρησες.

Και τι δεν μέτρησες.

 

Είμαι το δέντρο που υποσχέθηκες λίγο χρόνο να χαρίσεις, να γίνω αιωνόβιο,

στο γύρισμα της χιλιετίας που με βρήκες γερασμένο,

που υποσχέθηκες σύμβολο να με κάνεις της ζωής με τα ποιήματά σου,

που υποσχέθηκες να με ζωγραφίσεις στους πίνακές σου με πουλιά,

που υποσχέθηκες.

Και τι δεν υποσχέθηκες.

 

Είμαι το δέντρο που μεγάλωσες για χρόνια στην αυλή σου με αγάπη,

με μεγάλωνες με αγιασμένο νερό από την Ιερουσαλήμ,

με μεγάλωνες με λίπασμα απ’ τις καμήλες της ερήμου για ν’ αντέχω,

με μεγάλωνες με δάκρυ απ’ τους άδικους πόνους της ζωής σου,

με μεγάλωνες.                  

Και πώς δεν με μεγάλωνες.

 

Είμαι το δέντρο που πότιζε ο παππούς σου ο καπετάνιος όποτε ξεμπάρκαρε,

που πότιζε ο πατέρας σου ο εργάτης στο εργοστάσιο φωταερίου απ’ το υστέρημά του,

που ήθελες να πότιζε ο γιος σου,

που ήθελες να γράψεις επάνω μου το όνομά σου για τα δισέγγονά σου

 

-Μα άλλοι δεν ήθελαν-

 

Και με την πρώτη ανάγκη που σου επέβαλαν

βρήκαν τον τρόπο να σου μειώσουνε τα πάντα

και όσα δεν κατάφεραν σε πείσανε να τα κόψεις εσύ.

Και τώρα δεν είμαι το μολύβι που χαράσσει τη μοίρα ενός δέντρου.

Και τώρα δεν είμαι το χαρτί που γράφεις το ποίημα ετούτο.

Και τώρα δεν είμαι το έπιπλο που ακουμπάς.

Και τώρα δεν είμαι η ψυχή που σε γυροφέρνει

και εσύ την ονομάζεις έμπνευση.

Γιατί είσαι ένας ψεύτης ποιητής

Και είμαι το δέντρο.

 

 

**

Ο Τρίτος Απεργοσπάστης

 Όταν η έναρξη κηρυχθεί της Μεγάλης Απεργίας, 
θα μαζευτούμε όλοι στην αυλή του Εργοστασίου.
 
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
 
για την εμπιστοσύνη θα φωνάζουμε χωρίς φωνές,
 
για την αλληλεγγύη θα μιλάμε χωρίς ομιλίες,
 χωρίς διαλόγους για το σκοπό θα συζητάμε. 
- μόνο με τα μάτια –

Σε μια ανύποπτη στιγμή
 
θα ξεμυτήσει από τη μάζα μας
 
ένας γεράκος,
 
τρομαγμένος και οσφυοκάμπτης,
 
θα προχωρήσει προς την ανοικτή πόρτα του Εργοστασίου.
 
Πίσω δεν θα γυρίσει να μας κοιτάξει.
 
Θα μπει

Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
 
και την απαξίωση θα φωνάξουμε με ψιθύρους
 
και την προδοσία θα χλευάσουμε με βλοσυρές ματιές
 
και τον Πρώτο Απεργοσπάστη με σάλιο στεγνό θα φτύσουμε.
 
Μα δεν θα αντισταθούμε, στο κάτω-κάτω,
 
τι μπορεί να κάνει ένας γεράκος μόνος
 
σε ένα Εργοστάσιο τεράστιο όσο το παν;
 
-- Η Πρώτη Μηχανή μέσα θα σφυρίξει --


Σε λίγες ώρες απραξίας
 
ένας Δεύτερος Απεργοσπάστης θα αποσπαστεί
και θα προχωρήσει
 
με τους ώμους ανασηκωμένους
 
προς την πόρτα ανοικτή.
 
Θα γυρίσει να μας κοιτάξει τρομαγμένος και διστακτικός.
 
Μα θα περάσει μέσα,
 
κι ας ξέρει πως εκείνη τη στιγμή
 
καίνε οι πνεύμονές μας όπως καίγανε προ ολίγου του ιδίου.
 
Μας ακούει να φωνάζουμε την ντροπή
 
με τις αληθινές φωνές μας.
 
Μας ακούει για την αθέτηση της υπόσχεσης
 
να ωρυόμαστε με οργή.
 
Με το όνομά του τον φωνάζουμε,
 
μα δεν απαντά.
 
Κραυγάζουμε συνθήματα άγρια,
 
κανείς δεν φοβάται τον Εργοδότη,
 
με δυο Απεργοσπάστες,
 
το Εργοστάσιο πώς να παράξει;
 -- Μια δεύτερη, μεγαλύτερη Μηχανή 
φυσάει καπνό
 
από το δεξιό Φουγάρο --
 


Κατά το σούρουπο,
 
από την απέραντη ηρεμία της πόλης σαγηνευμένη,
 
η Απεργία μας ήρεμη αναμένει
 
για τη μισθοδοσία μια απάντηση.
 
Μέσα η Συντεχνία συνομιλεί.
Ένας Τρίτος Απεργοσπάστης ξεμυτάει δειλά μέσα στα σκοτεινά.


Αδράττομαι της ευκαιρίας ετούτης για να τρέξω προς την πόρτα
 
γιατί πάντα επίστευα ότι το αφεντικό θα με εμπιστευτεί περισσότερο
 
αν του δείξω ότι εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό του, ότι κι αν γίνει,
 
γιατί είμαι ο πιο νεαρός σε ηλικία,
 
γιατί έχω ανάγκες,
 
γιατί δεν ξέρω τι είναι πιο ανήθικο,
 
να προδίδω τον Εργοδότη
 
ή την Απεργία,
 
γιατί είμαι εγώ που αξίζω να εργάζομαι κι όχι όλοι αυτοί πίσω μου.
 
Μα στα τρία βήματα με πήραν χαμπάρι
οργισμένοι χυμήξανε επάνω μου,
 
- ωχ, ο πόνος της Δικαιοσύνης της Μάζας -
 
δεν τον περίμενα τόσο λυτρωτικό,
 
οι πέτρες το βράδυ είναι πιο λευκές από ότι ενόμιζα,
 
τα ρόπαλα είναι πιο μαλακά όταν δεν τα διακρίνεις,
 
το αίμα είναι λιγότερο κόκκινο
 
και πιότερο δροσερό
 
στο δέρμα σου σαν κυλάει,
 
αν δεν είσαι εσύ ο σωστός τελικά,
 
αν σου αξίζει η μοίρα που επέλεξες.
 

Ήσουνα – φαίνεται -- εσύ
 
ο Τρίτος Απεργοσπάστης,
 
μα τώρα δεν θυμάσαι,
γιατί η Τρίτη Μηχανή δεν ξεκίνησε,
 
αφού δεν πρόλαβες να εισέλθεις,
 
μον αρχίσανε μετά από την αποτελείωσή σου
 ένα πραξικόπημα σφοδρό, 
του οποίου την έκβαση
 
δεν θα μάθαινες
 
ποτέ.


Για λίγο καιρό να μάχονται
 
τους παρακολούθησαν
 
ο γεράκος και ο μεσήλικας
 
με τη μούρη να αχνίζει κολλημένη
 
σε ένα τζάμι του Εργοστασίου
 
και με το Περίστροφο του Εργοδότη στον κρόταφό τους
 
υπό των ήχο των δύο Μηχανών να δουλεύουν
 
- χωρίς Προϊόν -
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.