Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Δέσποινα Κωνσταντίνου - Τσιουλτσιάν: Ποιήματα - Κείμενα (Δείγμα Γραφής)


 AΓΙΟΡΓΙΩΠΕΤΡΑ

 Ο   δρόμος  που  ΄ρχεται  απ’  τη  Χώρα

χαϊδεύει 

τ’ Αϊ- Γιώργη  του  Κοντού,

στη  Λάρνακα

  το  μοναστήρι.

Δίπλα,

το  σπίτι  των  λυτρωμένων

με  την  ανάδελφη

την  πέτρα  απ’ έξω.

 

Ρωτούσαν  τα παιδικά  χείλη

κι  οι  μεγάλοι  ανέβαιναν στ’  άλογο  της μνήμης,

ταξίδι  μες  στο  χρόνο.

Δευτέρα,  λέγανε,

αγνή παιδούλα  η βδομάδα

φευγιό του Μεγαλομάρτυρα

για το  Βερούτι

καβάλα  στ’  άλογο.

Γυναίκα μεστωμένη,

σαν  να ζητούσε  εξαγνισμό,

η Παρασκευόνυχτα  των  αστεριών, 

γεννητούρια  του  Σαββάτου

κι  ο Άγιος  ξεπέζευε

με  τ’  άλογο  που  χλιμίντριζε

πάνω  στην πέτρα της επιστροφής.

Σήμερα

δεν  ακούμε το  χλιμίντρισμα.

Σήμερα  δεν προσφέρονται  οι  συνθήκες 

γι’ άλογα  που πετάνε.

Σήμερα  δεν  πιστεύουμε  σε  θρύλους,

Βλάπτουν, λένε,  σοβαρά  την υγεία  μας.

 

Πάλι  καλά,

που  επιτρέπεται  η  καταγραφή  τους…

 

(‘’Εξαχτινώσεις  σε  τρία  και  κάτι  τοπία’’,  εκδ. Βιβλιεκδοτική,  Λάρνακα,2012)

 
**
 
 ΔΕΚΑΕΠΤΑ  ΤΟΥ  ΙΟΥΛΗ

 Toσπυρί  έσκασε

σκίζοντας  τη  σάρκα  του  ροδιού

κι  η  συκιά η  γέρισσα

μάζεψε όλα  τα  ζουζούνια

που συνωστίστηκαν

εκεί  κάτω

στην ξομπλιασμένη ποδιά  της Μεσαορίας

ν’ αρμέξουν

τον  ήλιο που  έτσουζε  στην  κληματαριά.

Εκείνη,

που  εγκατέλειψαν  οι διωγμένοι νοικοκυραίοι

χρόνους  πολλούς  πίσω

με  το  σταφύλι  μισοφαγωμένο

στο  στόμα.

Κι ήρθε  φέτος  η  μέρα

που  γιόρταζε  η  Αγιά Μαρίνα

και το χωριό.

Και  τη  γιορτάζει  ακόμα.

Για  όσους  αντέχουν  την  πανήγυρη,

οι ψαλμωδίες  καταφτάνουν  απ’ τη  σκλαβωμένη πολιτεία

και τα  περίχωρά της

από δυο  χορούς.

Τον έναν  τον  αφουγκράζονται

μονάχα  οι  μυημένοι,

άηχος  ήχος

και ψαλμουδιά  άψαλτη

που βγαίνει  απ’  την  Αγιά Βαρβάρα,

τον Άγιο  Ανδρόνικο

κι  απ’  τον  Αϊ- Γιώργη  του  Αλωνιού.

Τον  άλλο  τον  ακούνε  πιο πολλοί,

 σιγανά  όμως και θλιμμένα,

έτσι  όπως  έρχεται 

απ’ την  Παναγία  την  Τραχειά,

τον  Αϊ- Γιώργη  τον  Τερατσιώτη

την  Αγιά Θεοδώρα

και τον  Αϊ-  Βλάση.

 

(Από  την  ποιητική συλλογή ‘’ Συνομιλώντας με  τ’  αγαπημένα’’,  εκδ. Αριστοτέλους, Λεμεσός,2018)

 
**
 
 ΧΙΟΝΙ

Ψάχνω  την  αποκάλυψη  μες  στο  χιόνι,

σε  κάθε του  πτώση

υποδέχομαι  τη  λευκή  παροχή

επικάλυψη  στη  σηψαιμία  της  κατάντιας  μας,

διαισθάνομαι  τα  επίμονα  πετραχήλια

που  ρίχνει  ο  ουρανός

και  την  απεικόνιση  που  λυτρώνει

την  κλιμακτήριο της  πλάσης,

υποκλίνομαι  στα  θυρανοίξια  ναών

που  κρύβονται  σε  τροπικούς  εξιλέωσης.

Ψηλαφώ, αντιλαμβάνομαι,  διερμηνεύω…

 

(  ‘’Δύο  κομμάτια  ποίησης’’, ποιητική  συλλογή   υπό έκδοση)

 
**
 
 ΠΕΖΟ

‘’Λάρνακα,  Ιούνιος  1938…Όταν πλησίασαν  στο σπίτι του  γιατρού,  είδαν  το συνάδελφο  μουσικό να βγαίνει από  κει. Τους  είπε πως  ο  γιατρός  δεν  του  βρήκε  κάτι  το  σοβαρό  και  εξέφρασε την  επιθυμία  να  λάβει  μέρος  στην  περιοδεία. Οι  μουσικοί    δέχτηκαν  και αποφάσισαν να πάρουν  δρόμο  κατά  τη  μεριά  του Αγίου  Ιωάννη. Δεν  πρόλαβαν  όμως  να  περάσουν  από  τη  Μητρόπολη,  όταν  ξεπρόβαλαν δυο  Τούρκοι αστυνομικοί,  ντυμένοι  στο  χακί. Είχαν  βγει από το  Πολιτσούι,  το  ισόγειο  σπίτι  που  βρίσκεται  σχεδόν  απέναντι  και που χρησίμευε  ως  αστυνομικός  σταθμός.

     Τους  ανέκοψαν  την  πορεία  και  τους ζήτησαν  να  σταματήσουν  τη  μουσική . Όλοι  σώπασαν. Κι  αυτοί  και  τα  όργανά  τους. Ο  βιολιστής  της  παρέας  πήρε  έπειτα  το  λόγο.

‘’Ε  καλάν,  ρε  κουμπάρε,  εσάς  εν  σας  αρέσκει  να  ακούετετούντα  ωραία  τα  τραούδκια;’’  ρώτησε.

Τότε  ο ένας  από  τους  αστυνομικούς  απάντησε  αυθόρμητα.

‘’Αρέσκει  μου  γιαχού,  αμμά  εγώ  όργανον  του  νόμου  είμαι!’’

‘’Ε, τζιαι τούντο μαυρογέρημον που  παίζω,  πάλαι  όργανον  του νώμουένι!’’  διαμαρτυρήθηκε  ο  βιολιστής  δείχνοντας  το  βιολί που  ακουμπούσε  στον  ώμο  του.

Τα  γέλια  που  ακολούθησαν  ήταν  πιο  δυνατά  από  τη  μουσική  των  οργάνων…’’

 

(  ‘’Η  γυναίκα  που πήγαινε στη  Βηρυτό’’,  ιστορικό  μυθιστόρημα, γ’ έκδ.,Λάρνακα,2017)

 **

  ΠΕΖΟ

‘’Λάρνακα,  Σεπτέμβριος  1958…Μα  σχεδόν ξέχασε  το  λόγο  της  επίσκεψής του( ο  Άγγλος  Χάουαρντ)  στο  κοιμητήριο,  εκείνο  το  απόγευμα. Έμεινε  σαν  άγαλμα  πάνω  από  κάποιον  τάφο  να  διαβάζει  ξανά  και  ξανά  το  όνομα  της  νεκρής   γυναίκας  που  αυτός  φιλοξενούσε. Ευτυχώς  οι  προσπάθειες  εκμάθησης   της ελληνικής  γλώσσας  που  είχε  κάνει  κατά  τα  τελευταία χρόνια  του  έδωσαν  την  άνεση  να  διαβάζει με  επάρκεια  σχεδόν  οτιδήποτε  ήταν  γραμμένο  στα  ελληνικά.

‘’Μα  είναι  δυνατόν  και  Ελισάβετ  και  Ελεονόρα  και  Ελένη  να  έλεγαν  τη  νεκρή ;Πώς  και  είχε  και  τα  τρία  ονόματα  της  μητέρας  μου,  που  κι  εκείνη  τα  πήρε  από  την  προγιαγιά  μου;’’  διερωτάτο  ξανά  και ξανά.

    Έβγαλε  ένα  χαρτί  από την  τσέπη  του  και  σημείωσε  σε  γενικές  γραμμές  τη διαδρομή  που πρέπει να  ακολουθήσει  κάποιος  για  να  φτάσει ως  το  μνήμα της  γυναίκας.  Ύστερα, πήγε εντελώς από  υποχρέωση  στο  μνήμα όπου  είχε  πριν  από  μερικές  μέρες  ταφεί η  Αγγελική,  η  μαγείρισσα  που  συνεργαζόταν  με το εστιατόριο – λέσχη  των  Άγγλων.  Της  έβαλε  ένα  λουλουδάκι, την  ευχαρίστησε  για  ό,τι  νόστιμο  είχε  μαγειρέψει  τόσο  γι’  αυτόν  όσο  και  για  τους  συναδέλφους  του…’’

 

(  ‘’Δυτικά του Μεζαρλίκ’’,  ιστορικό μυθιστόρημα,  Λάρνακα,2018)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.