Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης: Ποιήματα (Δείγμα γραφής)


 

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

 
Εκεί, στα μέρη τα εφήσυχα,
εκεί που τρώγαμε τον περίδρομο,
μπροστά μας αρχάγγελος ξεπρόβαλες
με το σημειωματάρι σου φτερούγα,
με το καλαμάρι σου σπαθί,

 και σώριασες το σώμα σου στο τραπέζι μας
και τινάχτηκαν τα μαχαιροπήρουνα στον αέρα,
όπως τα αργύρια στο Ναό του Σολομώντος
και εκσφενδονίστηκαν οι σούβλες στα κεφάλια μας,
όπως το λιθάρι του Δαβίδ στο κούτελο του Γολιάθ.

 Πρόλαβες πέφτοντας και ψέλλισες: "Τετέλεται.
Βάλτε με να κοιμάμαι ακοίμητος εκεί που δεν τολμάτε"
κι άπλωσε το μύρο σου σε Καρπασία και Αχαιών Ακτή.

 Από τότε επιστρέφεις τα βράδια άγγελος και δάσκαλος
μέσα από υπόγεια φαράγγια που μας έσκαψες διάβαση.
Μέσα οδηγείς μανάδες να συναντήσουν γιους από το χτες, 
μας καλείς να ζήσουμε στη ρίζα μας, στα άβατά μας μέρη
σ' όλα που δανειστήκαμε απ' τα παιδιά μας
και θα τα επιστρέψουμε.         

 Και συ να δασκαλεύεις στη μέση, κρυφό σκολειό ψυχών,
ενώ από πάνω σου ο Σολωμός και ο Κάλβος να πετάουν
και να σε ραίνουν μ’ ένα ματσί βασιλικό.

 
Σημείωση ποιητή: Ο Καρπασίτης συγγραφέας Γιάννης Σταυρινός Οικονομίδης, πρόσφυγας στη Λάρνακα, λίγο πριν πεθάνει ζήτησε από την Ειρηνευτική Δύναμη των Η.Ε. στην Κύπρο να τον θάψουν στην κατεχόμενη Καρπασία, δίπλα στους εγκλωβισμένουςσυγχωριανούς του και τα παιδιά τους. Η τελευταία επιθυμία του πραγματοποιήθηκε.

 
Από την Ποιητική Συλλογή «ΔΙΑΔΡΟΜΗ Α’- Έςπόθ’ έρπες», Ελδόσεις ΣΜΙΛΗ, Αθήνα, 2001.

 
**
 
ΜΥΚΕΡΙΝΟΣ

 Έτρωγε κι έπινε τη νιότη του ο Φαραώ Μυκερίνος.
Αγόραζε δούλες, δούλους ( την ψυχή τους δεν μπορούσε )
συνέλεγε πάπυρους ( μα πού χρόνος και διάθεση για γνώση ;)
μίλαγε τιμές και ποσότητες ( κώφευε στις αξίες και ποιότητες ).
Πίστευε η ζωή του θα διαρκέσει πολύ (στον εφιάλτη του λίγο),
αξίωνε συμμόρφωση (σαν είχε πυρετό παραμιλούσε μόρφωση).
Συνέτρεχε όσους τον θαύμαζαν, κατέτρεχε όσους θαύμαζε.

 Η εξουσία ; Μια σειρήνα που σε λύνει απ' το κατάρτι
ή ένας ίλιγγος (αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο).   

 Μα σαν πλησίαζε η ώρα η έσχατη, σαν είδε
κάτι άξιο να μην έχει να δηλώσει, άθλο κανένα, 
-καλή ώρα η Πυραμίδα του παππού του Χέοπα-
μια Γεωμετρία να υμνεί τον Παντοδύναμο,

 πρόσταξε και του 'φτιαξαν μικρή μια πυραμίδα
(αθόρυβα να ακουμπήσει μέσα σώμα και ψυχή),
σεμνή να υποκλίνεται σ’εκείνη του πατέρα Χέφρην,
ταπεινά να ακούει τα όσα τον συμβούλευε χτες.

 Φεγγαράκι που περιστρέφεσαι ζητώντας φως δανεικό
απ' τη γη τον πατέρα, απ' τον ήλιο τον πάππο Χέοπα,

εκεί, στην ουράνια γαλήνη, τα πράγματα είναι αλλιώς.
Κανένα πάθος στο εξής δε σ’εμποδίζει να δοκιμάσεις,
να εκτιμήσεις πια με συντριβή τα όσα περιφρόνησες,
να προτιμήσεις απ' όλα ένα όνομα καλό, μια υπόληψη
να αντέχει πάνω απ’ όλα (αν το όλα τα λέει όντως όλα).     

 Γιατί η Συγγνώμη σου είναι κατάθεσηΨυχής,
Πυραμίδα θεμελιωμένη και σε κινούμενη άμμο…
ακόμα και τη στιγμή την τελευταία.

 

Σημείωση ποιητή: Ο Φαραώ Μυκερίνος, σε αυτογνωσία παρήγγειλε για την ταφή τουμια μικρή Πυραμίδα (ενώ θα μπορούσε να την είχε παραγγείλει μεγάλη), γιατί δεν κατόρθωσε στη ζωή του όσα σημαντικά πέτυχε ο παππούς του Φαραώ Χέωψ και ο πατέρας του Φαραώ Χέφρην.

 Από την Ποιητική Συλλογή  «ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β’ –Σι βόλε» (Τι επιθυμείς), Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ. Αθήνα, 2003.

 
**
 

 

ΔΑΚΤΥΛΑ ΤΥΦΛΑ

 
Μόνο περήφανος ένιωθα για τα δάχτυλά μου,
σαν μετρούσαν χρήματα, χτήματα, βλήματα
κι έδειχναν τον αθώο του αιώνα για απατεώνα,
σαν υπέγραφαν πόλεμο κι έσβηναν την ειρήνη,
σαν τράβαγαν, έσπρωχναν, ένευαν ή κούρδιζαν
κι έσφιγγαν, έστριβαν, στραγγάλιζαν,
σαν έκλεβαν κι έκρυβαν τεκμήρια τόσα
και πίεζαν το κουμπί για δεινά άλλα τόσα.

 Τότε ήρθες και πήρες τα δάχτυλά μου
απαλά και αιθέρια να τα μάθεις το πώς
να σμίγουν με τα δικά σου που καλούν 
να αγγίζουν με αύρα τη γεωγραφία της αγάπης,
να σε περιδιαβάζουν απ’ τη φτέρνα στο μέτωπο
να δονούνται με το λίκνισμα της μέσης σου,
να απλώνουν μαγικά στο στήθος σου,
στην ακτή των χειλιών σου που με προσκαλούν. 

 Μα αυτά τα δάχτυλά μου είναι ακόμα τυφλά
αφού δεν βλέπουν το αόρατο σου, το άδηλο,
τυφλά ν’ αγγίξουν τη δροσιά της φλόγας σου,
να δουν, να πιστέψουν και να χαϊδέψουν
το μέσα σου χαμόγελο, το μέσα σου άστρο 
ώριμος καρπός για όσους κατέχουν τη σκάλα.

 
Σημείωση ποιητή: Το ποίημα αναπτύσσεται σε 3 επίπεδα: υλιστικό, ερωτικό και ενδότερο.

 

 
**
 

 

Η ΑΡΙΑΔΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

 

Αναθεματίζεις τη μοναξιά σου, μα δες,
την Αριάδνη δες, που ξέχασε ο Θησέας
κι ας τον διέσωσε, ας τον έστησε ήρωα,
ας τον ακολούθησε τυφλά, δίχως μίτο,
για χάρη ας πέταξε το στέμμα της Κνωσού.

 Σπαράζεις; Η Αριάδνη πιο πολύ από σένα,
παρατημένη στις αιχμηρές ακτές της Νάξου,
όχι σε πέλαγος πνιγμένη μα σε στεριά.

 Μα ήρθε ο Διόνυσος να την πάει στην Κύπρο,
η αύρα να της ανοίξει τα βαριά ματόκλαδα,
ο ήλιος να της ροδίζει τα μάγουλα άδοντας:

 Ποταμός ρέω στη θάλασσά σου,
δρόσος στη φυλλωσιά σου,
μαζί κι οι δυο ένας ναΐσκος,
ήλιος με φεγγάρι, ένας δίσκος.

 Μην κλαις. Ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα,
ο νέος έρως ελαύνει νεκτάριος λυτρωτής.
Αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία,
τουλάχιστο σε φυγαδεύει απ’ τη δυστυχία.

 

 

Σημείωση ποιητή : Στην αρχαία Αμαθούντα υπάρχει αφιερωματικόςχώρος της Αριάδνης, στην οποία πόλη, σύμφωνα με ένα μύθο, την έφερε ο Διόνυσοςαπό τη Νάξο, όπου την εγκατέλειψε ο Θησέας. Ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι ο Θησέας άφησε την εγκυμονούσα Αριάδνη στην Αμαθούντα για να τη φροντίσουν οι ντόπιες γυναίκες.

 

Από την Ποιητική Συλλογή  ‘ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ’, Εκδόσεις ΠΑΡΓΑ, Λευκωσία, Αθήνα, 2010.

 
**
 

 

ΑΝ  ΝΑ

 

Ανάμεσα σε Ναι και Όχι, η αμφιβολία
με δηλητηριάζει κι ας μη με σκοτώνει,
δική μου η καταδίκη και δε μ’ αφήνει
να γράφω ουράνιο τόξο στο σύγνεφό σου,
δεν μπορώ σαν σκέφτομαι πως «δεν μπορώ»,
στον κήπο φυτεύω Αν, φυτρώνει Όχι. Όμως

 αν αναβάλλω, να μεταβάλω στάση πρέπει,
αν αμφιβάλλω, να πω σε μένα την αλήθεια,
αν διαχέομαι στα εκτός, να εστιάσω στο εντός,
αν απέχω μεμψιμοιρώντας, να αντέχω σιωπηλός,
αν μείναμε υπόγεια, να βγει ο έρως μας υπέργεια.

 Μα σε όνειρό μου είδα γενναίους τους δυο μας:
να φιλάμε με τα μάτια μας, αν μας κάψουν τα χείλη, 
να ακούμε με τα δάχτυλα, αν μας κόψουν τ’ αυτιά,  
να κρατάμε με το στόμα, αν μας διαλύσουν τα χέρια,
να προχωράμε έρποντας, αν μας σπάσουν τα πόδια.

 Ξυπνώ ψιθυρίζοντας: «Να ζω το Ναι, αν θα υπάρχω».
Θέλω να σε βλέπω φως, αν θα βγω απ’ τις σκιές,
απ’ το Σπήλαιο του Πλάτωνα. Τώρα πιά
το Αν ας αντιστρέψω σε Να.

 

Από την Ποιητική Συλλογή  ‘ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ’, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, Αθήνα, 2019.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.