Η ΜΥΡΤΙΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ…
Μύρτις ειμί… Είμαι το
κορίτσι που έμαθε να κρύβει το χαμόγελο και τα όνειρά του ανάμεσα στις
φυλλωσιές, κάπου εκεί στις όχθες του Ηριδανού. Η φωνή μου συντροφεύει το
κελάρυσμα του νερού σαν αφηγείται το παραμύθι στις πεταλούδες των ψυχών…
Γνώρισα την αγάπη απ’
την πρώτη στιγμή που άνοιξα τα μάτια και καθρεφτίστηκε σ’ αυτά το βλέμμα της
μάνας που με κρατούσε αγκαλιά. Μικρό και φτωχικό το δωμάτιο που θα φιλοξενούσε
το γέλιο και το κλάμα μου, μα μεγάλη η χαρά για τον ερχομό μου στην οικογένεια.
Ο πατέρας μου σκάλιζε
την πέτρα, απλός εργάτης εκεί στον Κεραμεικό, όταν έμαθε το χαρμόσυνο γεγονός.
Μέσα απ’ τα χέρια του αφήνονταν επιγραφές και εικόνες σε επιτύμβιες στήλες να
μιλούν για πολίτες επιφανείς, μα και για απλούς ανθρώπους της γειτονιάς. Τη
στιγμή που πρωτοαντίκρισε το προσωπάκι μου έσκυψε, με φίλησε κι έφυγε σιωπηλός…
Όταν επέστρεψε κρατούσε ένα κομμάτι από λευκό μάρμαρο με τ’ όνομά μου χαραγμένο
στην επιφάνεια: «Μύρτις»!
«Μύρτις»! Ανακοίνωσε
μεγαλόφωνα τ’ όνομά μου κι η μάνα, σφραγίζοντας έτσι επίσημα τον ερχομό μου
στην οικογένεια. Με τον καιρό με γνώρισαν κι οι υπόλοιποι συγγενείς και με τα
πρώτα μου βήματα πήρα και το πρώτο μου δώρο από μια φίλη της μάνας, την Ιόλη.
Ήταν μια κούκλα φτιαγμένη από πηλό και ντυμένη με πολύχρωμα κουρέλια. Της
έλειπε το στεφάνι απ’ το κεφάλι γιατί κάπου είχε παραπέσει, εκεί που τη βρήκε
πεταγμένη η Ιόλη… Δεν της έλειπε όμως η ομορφιά και το φωτεινό της χαμόγελο
αποσπούσε την προσοχή από τα κουρελιασμένα της ρούχα.
Αυτή η κούκλα θα μου
κρατούσε συντροφιά. Από εκείνη τη μέρα θα άκουγε τις σκέψεις μου και θα
μοιραζόμουν μαζί της τις χαρές και τις λύπες. Ήταν εκεί, όταν ο πατέρας με πήρε
στην αγκαλιά του, για να μ’ αποχαιρετήσει εκείνο το θλιβερό πρωινό. Θα έφευγε,
για να υπερασπιστεί την πόλη μας, καθώς το μαύρο σύννεφο του πολέμου ολοένα και
πλησίαζε απειλητικά… Ήταν εκεί, όταν τα δάκρυά μου μούσκεψαν το κεφάλι της
πλέκοντας ένα αλλιώτικο στεφάνι στη θέση αυτού, που είχε χάσει…
Πόλεμος… της ψιθύρισα
στ’ αυτί, νιώθοντας ένοχη που της μάθαινα μια τόσο άσχημη λέξη… Φτώχια… της
ψιθύρισα ένα άλλο πρωινό. Κι ύστερα της μίλησα για πιο μεγάλη φτώχια και πείνα…
Η μάνα ξυπνούσε πριν την ανατολή του ήλιου, για να φτάσει στις όχθες του
ποταμού να πάρει λίγο νερό για το σπίτι, κάτι που συνήθιζε να κάνει παλιά ο
πατέρας. Έκοβε λίγα φρούτα απ’ τα δέντρα που συναντούσε στο δρόμο της, να’
χουμε κάτι να φάμε…
Και ο πόλεμος δεν
έλεγε να τελειώσει… Τα βράδια φοβόμουν το σκοτάδι γιατί δεν είχαμε λάδι να
ανάβουμε τα λυχνάρια. Έσφιγγα με το ένα χέρι το χέρι της μάνας για παρηγοριά
και με το άλλο το χέρι της κούκλας μου… Η σκέψη μας ήταν στον πατέρα. Δεν
είχαμε νέα του… Κανείς στη γειτονιά δεν γνώριζε τι είχαν απογίνει οι άντρες που
έφυγαν για τον πόλεμο…
Εκείνο το πρωινό
ξύπνησα με το χέρι της μάνας ανάμεσα στο δικό μου, αλλά αυτή τη φορά το ένιωθα
να καίει… Ανασηκώθηκα μ’ ένα περίεργο σφίξιμο στην καρδιά. Δεν απάντησε στην «καλημέρα»
μου και τα βλέφαρά της εξακολουθούσαν να ήταν σφαλιστά. Βουβή, όπως κι η κούκλα
μου, αδυνατούσε ν’ απαντήσει στην ανησυχία μου… Έτρεξα στην Ιόλη με την κούκλα
στο χέρι. Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα της, καθώς της έλεγα τι είχε συμβεί… Δεν με
άφησε να γυρίσω στο σπίτι. Έπρεπε ν’ αφήσουμε τη μάνα μόνη, μου εξήγησε.
Αδυνατούσα να καταλάβω την καινούρια λέξη που έπρεπε να ανακοινώσω στην κούκλα
μου… Λοιμός…
Οι σφαλιστές θύρες
στη γειτονιά μαρτυρούσαν το πέρασμα του λοιμού. Γνώριμα πρόσωπα έσβηναν μέρα με
τη μέρα απ’ τον πυρετό, χάνονταν τόσο ξαφνικά, τόσο άδικα… Έτσι ξαφνικά χάθηκε
κι η μάνα… Έμειναν για πάντα κλειστά τα βλέφαρά της. Μου τ’ ανακοίνωσε με
δυσκολία η Ιόλη, εξηγώντας μου πως έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι, όπου θα έκανε
τις βόλτες της σε ολάνθιστα λιβάδια και πως μια μέρα θα τη συναντούσαμε και
πάλι… Δεν πρόλαβε να με σταματήσει, καθώς άρπαζα την κούκλα μου απ’ το χέρι…
Φτάνοντας στο σπίτι μας δοκίμασα ν’ ανοίξω την πόρτα, μα δεν τα κατάφερα…
Με βρήκε στο κατώφλι
να κλαίω ασταμάτητα κι όταν μου’ πιασε το χέρι να φύγουμε κοντοστάθηκε και με
κοίταξε μ’ εκείνο τ’ αλλιώτικο βλέμμα… Δεν έτρεξε μακριά αυτή τη φορά κι ας
ένιωθε το χέρι και το μέτωπό μου να καίγονται απ’ τον πυρετό… Με πήρε στην
αγκαλιά της και συνέχισε το δρόμο προς το σπίτι της. Η κούκλα είχε πέσει απ’ τα
χέρια μου κι έμεινε εκεί στο κατώφλι μόνη, όπως μόνη είχε μείνει κι η μάνα…
Η Μυρτώ
κοιτούσε με θολά τα μάτια απ’ το δάκρυ την τελευταία σελίδα της ιστορίας
που διάβαζε για την Αθήνα του 430 π. Χ… Ο άνεμος εξακολουθούσε να χτυπά αλύπητα
το ρούχινό τους σπιτάκι, εκεί στην πλατεία της προσφυγιάς, όπως την έλεγε η
γιαγιά… Εκεί, όπου τους είχε οδηγήσει ο πόλεμος κι ο ξεριζωμός του 1974 μ.Χ…
Εκεί, όπου περίμενε τον πατέρα να γυρίσει και να την πάρει στην αγκαλιά του…
Σιγά σιγά χαμήλωναν οι φωνές απ’ τα γειτονικά αντίσκηνα, καθώς πλησίαζε η ώρα
για ύπνο… Ένιωθε τα βλέφαρά της να κλείνουν, μα δεν ήθελε να κοιμηθεί, πριν
διαβάσει και την τελευταία σελίδα απ’ το βιβλίο της:
«Η Μύρτις έκλεισε για
πάντα τα μάτια μακριά από τους γονείς, το σπίτι, την αγαπημένη της κούκλα…
Χάθηκε τόσο άδικα και ξεχάστηκε μέσα στη δίνη του πολέμου. Ο πατέρας δεν
επέστρεψε ποτέ απ’ τον πόλεμο, για να ετοιμάσει μια επιτύμβια στήλη για το
κοριτσάκι του και για όσους χάθηκαν τόσο άδικα…
Μύρτις ειμί… Το
κορίτσι της ορφάνιας, της προσφυγιάς, της φτώχιας και του πόνου… Ένα κορίτσι
έντεκα χρόνων, της Αθήνας του 430 π.Χ.»
Η Μυρτώ έκλεισε
εκείνο το βράδυ τα μάτια με την εικόνα της Μύρτιδος να φωτίζει τα όνειρά της…
Ήταν εκεί και της χαμογελούσε… Κρατούσε στο χέρι τη μικρή πήλινη κούκλα και της
ζητούσε να παίξουν και με τη δική της κούκλα, να μοιραστούν την ιστορία τους…
Δυο κορίτσια… Μια ιστορία… Μια φορά κι έναν καιρό…
(
Το παραμύθι διακρίθηκε με το τρίτο βραβείο στον Β΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό
παραμυθιού ΔΗΜΩΦΕΛΕΙΑ με θέμα: «Μύρτις: το παραμύθι του φωτός», Αθήνα 2019)
**
Μάνα
του ονείρου…
Αμάραντα
άνθια στα μαλλιά,
μπλεγμένα
μες στου ονείρου μου τα μύρα,
σε
θυμίζουν ν’ ανηφορίζεις την πρώτη αυγή,
λυσίκομη,
φευγάτη…
Ματωμένα
χνάρια στο διάβα σου,
από
περιπλανήσεις σε δύσβατες στράτες,
σε
πήραν μακριά,
ν’ αποταμιεύεις χαμόγελα κι ελπίδες για μας,
μη στερηθούμε…
Χέρια
γιομάτα πεσκέσια της αγάπης,
τα
δικά σου χέρια…
Μάνα!
Σ’
αντάμωσα ξανά το λιόγερμα στις ρούγες του ονείρου,
σ’
όμορφες γειτονιές,
να
κεντάς κάτω από γιασεμιά και κρίνα…
Μάνα!
Μάνα
του ονείρου…
Μάνα
των γιασεμιών, στην αυλή των παιδικών μου χρόνων,
συνέχισε
να κεντάς τ’ αέρινα πέπλα της αγάπης σου…
Ξέρω
πως μ’ αυτά θα τρέξεις να με σκεπάσεις
σαν
κρυώσω τις νύχτες,
καλώντας
με να φυλακίσω το φως της ματιάς σου
ανάμεσα
στα κρόσσια, να μη σκιάζομαι στο σκοτάδι…
Ανασκουμπώνομαι
και ζώνομαι τα μεταξένια σου νήματα
κι
ας μην έμαθα να κεντώ τα όνειρά μου
με
πέρλες και μαργαριτάρια…
Ξέρω
πως θα μου κρατάς το χέρι
να
υφάνω τ’ ωριόπλουμο πέπλο της ζωής…
(Το
ποίημα εμπεριέχεται στην Ανθολογία Ποίησης « Ο λόγος ο ελληνικός φως της
οικουμένης - 4ος Παγκόσμιος Ποιητικός Διαγωνισμός» της Αμφικτυονίας
Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 2014)
**
ΝΕΡΕΝΙΟ
ΠΕΠΛΟ…
Υφαίνεις
ακούραστα
το
νερένιο σου πέπλο
σιωπηλά,
καρτερικά,
θαλάσσια
Πηνελόπη…
Μ’
υφάδι και στημόνι
διάφανα
φύκια,
με
χάντρες, χαλίκια
και βότσαλα
κεντάς
το φως της μέρας
με
την αρχέγονη τέχνη
της θύμησης…
Δεν
ξεχνάς τις σιωπές
της
νύχτας
και
ξηλώνεις
τ’
ωριόπλουμο πέπλο
σαν
ξαγρυπνάς
για
το καράβι
που
δεν φάνηκε ακόμα…
Μνηστήρας
ακοίμητος ο χρόνος
αδημονεί
να σου κλέψει
τα
κεντίδια και τα κρόσσια
που
του στέρησες
σαν
τον απόδιωξες πεισματικά
την πρώτη αυγή…
Συνεχίζεις
ν’ απλώνεις τα νήματα
στην
άμμο
υφαίνοντας
φωτερή στράτα
για
το καράβι που επιστρέφει
κι
ας πήρε να νυχτώνει…
(Το
ποίημα έχει διακριθεί με έπαινο στον Β΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό των Πνευματικών
Οριζόντων Λεμεσού, Λεμεσός 2017)
**
ΧΑΪΚΟΥ ΦΩΤΟΣ
Ελαίου
λίκνο,
ιερό
της δέησης
ανασαίνεις
φως!
Ηλιοτρόπια,
τους
λύχνους του ουρανού,
εσύ
σμιλεύεις…
Σελίδες
γράφεις,
ημερολογιακές,
ζωής
δρώμενα…
(Τιμητική
Διάκριση στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού,
Λεμεσός 2019)
**
«
Όμηρος, Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης… ο φάρος της γνώσης, της τέχνης, της
ηθικής εις τους αιώνας των αιώνων»
ΤΗΣ
ΓΝΩΣΗΣ ΦΑΡΟΙ
«
Εν οίδα ότι ουδέν οίδα…»
Στις
γειτονιές της βουβής γνώσης
περιπλανήθηκα
το λιόγερμα
αναζητώντας
της μαγκούρας σου τα ίχνη
Ανταμώσαμε
σε μονοπάτια ζοφερά
σε
μια δίνη από ρητορείες και στόμφο
ανάμεσα
σε λαοπλάνους σοφιστές
Πάλευες
να ξεφύγεις
μην
ξελογιαστείς απ’ των Σειρήνων το τραγούδι
κρατώντας
σφιχτά την Αρετή απ’ το χέρι
μην
ξεστρατίσουμε, μην χαθούμε
Μ’
άφησες μονάχα να κουβεντιάσω με τον Όμηρο
που
τραγουδούσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια
η
γλυκόλαλή του λύρα
Μ’
έστειλες να συζητήσω με τον Πλάτωνα
στη
δική του Πολιτεία
αναζητώντας
τον Άνθρωπο ανάμεσα στο πλήθος
Ξαποστάσαμε
στην Αγορά το σούρουπο
διαβάζοντας
στις περγαμηνές
τα
λόγια του Αριστοτέλη
κι
ανηφορίσαμε για την Ακρόπολη
Πήρε
να νυχτώνει και χάθηκαν τα χνάρια του ήλιου
πίσω
απ’ τον Ιερό Βράχο
όταν
ένιωσα το χέρι σου να πέφτει
δίχως
πνοή αφήνοντάς μου στη χούφτα
δυο
δάκρυα και μια ηλιαχτίδα
Είχες
προλάβει ν’ ακούσεις το πρώτο μοιρολόι
και
των επόμενων γενιών το «χαίρε!»
Όμηρος,
Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης
φάροι
της γνώσης, της τέχνης, της ηθικής
εις τους αιώνας των αιώνων
Με
τέτοιο φως πώς να ξεστρατίσουμε;
(
Το ποίημα έχει διακριθεί με το πρώτο βραβείο στον 7ο Διεθνή Ποιητικό
Διαγωνισμό του Griechischer Kunst und
Literatur Verein, Bayern-Γερμανία,
2008)