Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Συνέντευξη της Προέδρου των Φίλων της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού Λάρνακας Αγγέλας Καϊμακλιώτη

στην εφημερίδα: Φιλελεύθερος

-Αναλάβατε πρόσφατα τη θέση της Προέδρου της Πολιτιστικής Κίνησης Λάρνακας. Γιατί χρειάζεται πιστεύετε ακόμη μια πολιτιστική κίνηση;


Έχουμε ήδη συμπληρώσει εννέα χρόνια ενεργού παρουσίας και δράσης στα λογοτεχνικά δρώμενα της Λάρνακας καθώς  το ξεκίνημα  της Πολιτιστικής Κίνησης Λάρνακας – Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού (ΦΙ.ΛΟ.ΠΟΛ.), τοποθετείται στο 2012. Ευελπιστώ ότι η δικιά μου πρόσφατη εκλογή στη θέση της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου,  θα διευρύνει περεταίρω τις δράσεις της ΦΙ.ΛΟ.ΠΟΛ., κάνοντας ανοίγματα και σε άλλους καλλιτεχνικούς χώρους -εκτός από το λογοτεχνικό- για συνεργασίες, προσκαλώντας κι άλλους δημιουργούς ή φιλότεχνους να εμπλουτίσουν με τη δημιουργικότητά τους την Κίνησή μας.


Οι τέχνες και γενικότερα ο πολιτισμός είναι η βάση για κάθε ανάπτυξη. Ακόμη μια πολιτιστική κίνηση σημαίνει ακόμη μια προσπάθεια για βελτίωση και ανάπτυξη της πολιτιστικής ζωής στη Κύπρο και τη πνευματική καλλιέργεια των ανθρώπων. Η τέχνη δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Θέλουμε να δώσουμε την ευκαιρία σε νέους λογοτέχνες και καλλιτέχνες να παρουσιάσουν το έργο τους, να μοιραστούν τις ιδέες τους, θέλουμε να πετύχουμε συνεργασίες με φορείς που προάγουν τον πολιτισμό είτε ερασιτεχνικά είτε επαγγελματικά. Ζητούμε επίσης τη στήριξηκαι τη συνεργασία καταξιωμένων καλλιτεχνών, ιδιαίτερα της Λάρνακας, γιατί πιστεύουμε ότι ο πολιτισμός είναι ένα δυναμικό συνεχές ιδεών, πραγμάτων και γεγονότων.

 -Τι χαρακτήρα θα έχει, ποια τα σχέδια σας;

Είμαστε ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που αποτελείται κυρίως από ερασιτέχνες. Όραμά μας είναι να υπάρχει ή να καλλιεργείται το ενδιαφέρον για τις τέχνες,  καθώς πιστεύουμε ότι η κουλτούρα της ενασχόλησης με τον πολιτισμό καλλιεργείται από νωρίς και γίνεται βίωμα στη συνέχεια. Θέλουμε να μείνουμε μακριά από κομματικούς χώρους, από προσωπικές ατζέντες, από μικροπολιτικές κι αυτό είναι ένα από τα πλαίσια μέσα στα οποία θα κινηθούμε δημιουργώντας ένα χώρο φιλικό προς όλους τους λογοτέχνες, τους καλλιτέχνες, τους φιλότεχνους, και όχι μόνο της Λάρνακας.

 -Με ποιο τρόπο μπορείτε να συμβάλετε στο χώρο του πολιτισμού και της τέχνης;

Παρατηρούμε με απογοήτευση ότι το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής είναι να αντιμετωπίζονται  τα πολιτιστικά αγαθά και οι τέχνες ως τιμαλφή που πρέπει να ικανοποιούν  τις καταναλωτικές επιθυμίες των πελατών ή να εξαργυρώνονται στις «τράπεζες των εξυπηρετήσεων». Εδώ λοιπόν θέλουμε, ως ΦΙ.ΛΟ.ΠΟΛ.,  να συνεισφέρουμε στην αντιμετώπιση αυτώντων απειλών, οι οποίες  μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση και να εμπορευματοποιήσουν  κάθε πολιτιστική αξία. Θέλουμε να γίνει δηλαδή η Πολιτιστική Κίνηση Λάρνακας, μια μορφή αναχώματος του επερχομένου αυτού κινδύνου. Αυτό θα το πετύχουμε με τα πολιτιστικά δρώμενα  και τις εκδηλώσεις που προγραμματίζουμε, τις συνεργασίες που στοχεύουμε,  ελπίζοντας  ότι θα ζωντανέψει  το πολιτιστικό πεδίο της Λάρνακας.

-Εντοπίζετε κάποια κενά και αδυναμίες στα πολιτιστικά της Λάρνακας;

Ο Δήμος Λάρνακας όπως κάθε μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης, έχει  την Πολιτιστική Επιτροπή η οποία μέσω των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Δήμου, οργανώνει τα πολιτιστικά πράγματα της πόλης, εφαρμόζοντας  την αντίστοιχη πολιτική. Γίνονται αρκετά,  αλλά μπορούν να γίνουν ακόμη περισσότερα αν ο Δήμος αξιοποιήσει τους καλλιτέχνες και τους λογοτέχνες που δημιουργούν στη  Λάρνακα.  Έχουμε καλή συνεργασία με το Δήμο και ευελπιστούμε να συνεχιστεί και να αναβαθμιστεί.

-Υπάρχει γόνιμο έδαφος στην πόλη σας και ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες;

Στη Λάρνακα, την πόλη του στωικού φιλόσοφου Ζήνωνα, μια ιστορική πόλη με ιστορία 4000 χρόνων, ανέκαθεν υπήρχε το ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες. Υπάρχουν βέβαια οι βασικές εκδηλώσεις του Δήμου που έχουν καθιερωθεί και δημιουργούν το βασικό πλαίσιο της  πολιτιστικής ζωής στην πόλη όμως χρειάζεται  να γίνουν ακόμη πολλά. Οι προοπτικές ανάπτυξης της Λάρνακας είναι απεριόριστες αλλά και οι ανάγκες της σε πολιτιστικά θέματα τεράστιες.Πρέπει να γίνουν περεταίρω  προσπάθειες ώστε η πολιτιστική πολιτική να ασκείται με συντονισμένες ενέργειες και συνεργασία μεταξύ των διαφόρων φορέων πολιτιστικής ανάπτυξης της πόλης. Ο πολιτισμός είναι επένδυση και αν δεν το αντιληφθούμε οι εκπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδα.

Όποιος ενδιαφέρεται ναενταχθεί στην κίνησή μας, μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας στην ηλεκτρονική διεύθυνση politistikifilopol@gmail.com ή να μας ακολουθήσει στο Facebookστη διεύθυνση : Πολιτιστική Κίνηση Λάρνακας - Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Iωάννας Παπαντωνίου (Δείγμα Γραφής)


 

                         Η ΜΥΡΤΙΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ…

 

Μύρτις ειμί… Είμαι το κορίτσι που έμαθε να κρύβει το χαμόγελο και τα όνειρά του ανάμεσα στις φυλλωσιές, κάπου εκεί στις όχθες του Ηριδανού. Η φωνή μου συντροφεύει το κελάρυσμα του νερού σαν αφηγείται το παραμύθι στις πεταλούδες των ψυχών…

Γνώρισα την αγάπη απ’ την πρώτη στιγμή που άνοιξα τα μάτια και καθρεφτίστηκε σ’ αυτά το βλέμμα της μάνας που με κρατούσε αγκαλιά. Μικρό και φτωχικό το δωμάτιο που θα φιλοξενούσε το γέλιο και το κλάμα μου, μα μεγάλη η χαρά για τον ερχομό μου στην οικογένεια.

Ο πατέρας μου σκάλιζε την πέτρα, απλός εργάτης εκεί στον Κεραμεικό, όταν έμαθε το χαρμόσυνο γεγονός. Μέσα απ’ τα χέρια του αφήνονταν επιγραφές και εικόνες σε επιτύμβιες στήλες να μιλούν για πολίτες επιφανείς, μα και για απλούς ανθρώπους της γειτονιάς. Τη στιγμή που πρωτοαντίκρισε το προσωπάκι μου έσκυψε, με φίλησε κι έφυγε σιωπηλός… Όταν επέστρεψε κρατούσε ένα κομμάτι από λευκό μάρμαρο με τ’ όνομά μου χαραγμένο στην επιφάνεια: «Μύρτις»!

«Μύρτις»! Ανακοίνωσε μεγαλόφωνα τ’ όνομά μου κι η μάνα, σφραγίζοντας έτσι επίσημα τον ερχομό μου στην οικογένεια. Με τον καιρό με γνώρισαν κι οι υπόλοιποι συγγενείς και με τα πρώτα μου βήματα πήρα και το πρώτο μου δώρο από μια φίλη της μάνας, την Ιόλη. Ήταν μια κούκλα φτιαγμένη από πηλό και ντυμένη με πολύχρωμα κουρέλια. Της έλειπε το στεφάνι απ’ το κεφάλι γιατί κάπου είχε παραπέσει, εκεί που τη βρήκε πεταγμένη η Ιόλη… Δεν της έλειπε όμως η ομορφιά και το φωτεινό της χαμόγελο αποσπούσε την προσοχή από τα κουρελιασμένα της ρούχα.

Αυτή η κούκλα θα μου κρατούσε συντροφιά. Από εκείνη τη μέρα θα άκουγε τις σκέψεις μου και θα μοιραζόμουν μαζί της τις χαρές και τις λύπες. Ήταν εκεί, όταν ο πατέρας με πήρε στην αγκαλιά του, για να μ’ αποχαιρετήσει εκείνο το θλιβερό πρωινό. Θα έφευγε, για να υπερασπιστεί την πόλη μας, καθώς το μαύρο σύννεφο του πολέμου ολοένα και πλησίαζε απειλητικά… Ήταν εκεί, όταν τα δάκρυά μου μούσκεψαν το κεφάλι της πλέκοντας ένα αλλιώτικο στεφάνι στη θέση αυτού, που είχε χάσει…

Πόλεμος… της ψιθύρισα στ’ αυτί, νιώθοντας ένοχη που της μάθαινα μια τόσο άσχημη λέξη… Φτώχια… της ψιθύρισα ένα άλλο πρωινό. Κι ύστερα της μίλησα για πιο μεγάλη φτώχια και πείνα… Η μάνα ξυπνούσε πριν την ανατολή του ήλιου, για να φτάσει στις όχθες του ποταμού να πάρει λίγο νερό για το σπίτι, κάτι που συνήθιζε να κάνει παλιά ο πατέρας. Έκοβε λίγα φρούτα απ’ τα δέντρα που συναντούσε στο δρόμο της, να’ χουμε κάτι να φάμε…

Και ο πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει… Τα βράδια φοβόμουν το σκοτάδι γιατί δεν είχαμε λάδι να ανάβουμε τα λυχνάρια. Έσφιγγα με το ένα χέρι το χέρι της μάνας για παρηγοριά και με το άλλο το χέρι της κούκλας μου… Η σκέψη μας ήταν στον πατέρα. Δεν είχαμε νέα του… Κανείς στη γειτονιά δεν γνώριζε τι είχαν απογίνει οι άντρες που έφυγαν για τον πόλεμο…

Εκείνο το πρωινό ξύπνησα με το χέρι της μάνας ανάμεσα στο δικό μου, αλλά αυτή τη φορά το ένιωθα να καίει… Ανασηκώθηκα μ’ ένα περίεργο σφίξιμο στην καρδιά. Δεν απάντησε στην «καλημέρα» μου και τα βλέφαρά της εξακολουθούσαν να ήταν σφαλιστά. Βουβή, όπως κι η κούκλα μου, αδυνατούσε ν’ απαντήσει στην ανησυχία μου… Έτρεξα στην Ιόλη με την κούκλα στο χέρι. Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα της, καθώς της έλεγα τι είχε συμβεί… Δεν με άφησε να γυρίσω στο σπίτι. Έπρεπε ν’ αφήσουμε τη μάνα μόνη, μου εξήγησε. Αδυνατούσα να καταλάβω την καινούρια λέξη που έπρεπε να ανακοινώσω στην κούκλα μου… Λοιμός…

Οι σφαλιστές θύρες στη γειτονιά μαρτυρούσαν το πέρασμα του λοιμού. Γνώριμα πρόσωπα έσβηναν μέρα με τη μέρα απ’ τον πυρετό, χάνονταν τόσο ξαφνικά, τόσο άδικα… Έτσι ξαφνικά χάθηκε κι η μάνα… Έμειναν για πάντα κλειστά τα βλέφαρά της. Μου τ’ ανακοίνωσε με δυσκολία η Ιόλη, εξηγώντας μου πως έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι, όπου θα έκανε τις βόλτες της σε ολάνθιστα λιβάδια και πως μια μέρα θα τη συναντούσαμε και πάλι… Δεν πρόλαβε να με σταματήσει, καθώς άρπαζα την κούκλα μου απ’ το χέρι… Φτάνοντας στο σπίτι μας δοκίμασα ν’ ανοίξω την πόρτα, μα δεν τα κατάφερα…

Με βρήκε στο κατώφλι να κλαίω ασταμάτητα κι όταν μου’ πιασε το χέρι να φύγουμε κοντοστάθηκε και με κοίταξε μ’ εκείνο τ’ αλλιώτικο βλέμμα… Δεν έτρεξε μακριά αυτή τη φορά κι ας ένιωθε το χέρι και το μέτωπό μου να καίγονται απ’ τον πυρετό… Με πήρε στην αγκαλιά της και συνέχισε το δρόμο προς το σπίτι της. Η κούκλα είχε πέσει απ’ τα χέρια μου κι έμεινε εκεί στο κατώφλι μόνη, όπως μόνη είχε μείνει κι η μάνα…

Η  Μυρτώ  κοιτούσε με θολά τα μάτια απ’ το δάκρυ την τελευταία σελίδα της ιστορίας που διάβαζε για την Αθήνα του 430 π. Χ… Ο άνεμος εξακολουθούσε να χτυπά αλύπητα το ρούχινό τους σπιτάκι, εκεί στην πλατεία της προσφυγιάς, όπως την έλεγε η γιαγιά… Εκεί, όπου τους είχε οδηγήσει ο πόλεμος κι ο ξεριζωμός του 1974 μ.Χ… Εκεί, όπου περίμενε τον πατέρα να γυρίσει και να την πάρει στην αγκαλιά του… Σιγά σιγά χαμήλωναν οι φωνές απ’ τα γειτονικά αντίσκηνα, καθώς πλησίαζε η ώρα για ύπνο… Ένιωθε τα βλέφαρά της να κλείνουν, μα δεν ήθελε να κοιμηθεί, πριν διαβάσει και την τελευταία σελίδα απ’ το βιβλίο της:

«Η Μύρτις έκλεισε για πάντα τα μάτια μακριά από τους γονείς, το σπίτι, την αγαπημένη της κούκλα… Χάθηκε τόσο άδικα και ξεχάστηκε μέσα στη δίνη του πολέμου. Ο πατέρας δεν επέστρεψε ποτέ απ’ τον πόλεμο, για να ετοιμάσει μια επιτύμβια στήλη για το κοριτσάκι του και για όσους χάθηκαν τόσο άδικα…

Μύρτις ειμί… Το κορίτσι της ορφάνιας, της προσφυγιάς, της φτώχιας και του πόνου… Ένα κορίτσι έντεκα χρόνων, της Αθήνας του 430 π.Χ.»

Η Μυρτώ έκλεισε εκείνο το βράδυ τα μάτια με την εικόνα της Μύρτιδος να φωτίζει τα όνειρά της… Ήταν εκεί και της χαμογελούσε… Κρατούσε στο χέρι τη μικρή πήλινη κούκλα και της ζητούσε να παίξουν και με τη δική της κούκλα, να μοιραστούν την ιστορία τους… Δυο κορίτσια… Μια ιστορία… Μια φορά κι έναν καιρό…

 
 

( Το παραμύθι διακρίθηκε με το τρίτο βραβείο στον Β΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό παραμυθιού ΔΗΜΩΦΕΛΕΙΑ με θέμα: «Μύρτις: το παραμύθι του φωτός», Αθήνα 2019)

 
**

Μάνα του ονείρου…

 

Αμάραντα άνθια στα μαλλιά,

μπλεγμένα μες στου ονείρου μου τα μύρα,

σε θυμίζουν ν’ ανηφορίζεις την πρώτη αυγή,

λυσίκομη, φευγάτη…

Ματωμένα χνάρια στο διάβα σου,

από περιπλανήσεις σε δύσβατες στράτες,

σε πήραν μακριά,

 ν’ αποταμιεύεις χαμόγελα κι ελπίδες για μας,

 μη στερηθούμε…

Χέρια γιομάτα πεσκέσια της αγάπης,

τα δικά σου χέρια…

Μάνα!

Σ’ αντάμωσα ξανά το λιόγερμα στις ρούγες του ονείρου,

σ’ όμορφες γειτονιές,

να κεντάς κάτω από γιασεμιά και κρίνα…

Μάνα!

Μάνα του ονείρου…

Μάνα των γιασεμιών, στην αυλή των παιδικών μου χρόνων,

συνέχισε να κεντάς τ’ αέρινα πέπλα της αγάπης σου…

Ξέρω πως μ’ αυτά θα τρέξεις να με σκεπάσεις

σαν κρυώσω τις νύχτες,

καλώντας με να φυλακίσω το φως της ματιάς σου

ανάμεσα στα κρόσσια, να μη σκιάζομαι στο σκοτάδι…

Ανασκουμπώνομαι και ζώνομαι τα μεταξένια σου νήματα

κι ας μην έμαθα να κεντώ τα όνειρά μου

με πέρλες και μαργαριτάρια…

Ξέρω πως θα μου κρατάς το χέρι

να υφάνω τ’ ωριόπλουμο πέπλο της ζωής…

 

 

(Το ποίημα εμπεριέχεται στην Ανθολογία Ποίησης « Ο λόγος ο ελληνικός φως της οικουμένης - 4ος Παγκόσμιος Ποιητικός Διαγωνισμός» της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 2014)

 

**

ΝΕΡΕΝΙΟ ΠΕΠΛΟ…

 

Υφαίνεις ακούραστα

το νερένιο σου πέπλο

σιωπηλά, καρτερικά,

θαλάσσια  Πηνελόπη…

 

Μ’ υφάδι και στημόνι

διάφανα φύκια,

με χάντρες, χαλίκια

 και βότσαλα

κεντάς το φως της μέρας

με την αρχέγονη τέχνη

 της θύμησης…

 

Δεν ξεχνάς τις σιωπές

της νύχτας

και ξηλώνεις

τ’ ωριόπλουμο πέπλο

σαν ξαγρυπνάς

για το καράβι

που δεν φάνηκε ακόμα…

 

Μνηστήρας ακοίμητος ο χρόνος

αδημονεί να σου κλέψει

τα κεντίδια και τα κρόσσια

που του στέρησες

σαν τον απόδιωξες πεισματικά

 την πρώτη αυγή…

 

Συνεχίζεις ν’ απλώνεις τα νήματα

στην άμμο

υφαίνοντας φωτερή στράτα

για το καράβι που επιστρέφει

κι ας πήρε να νυχτώνει…

 

 

(Το ποίημα έχει διακριθεί με έπαινο στον Β΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού, Λεμεσός 2017)

 

 

**

ΧΑΪΚΟΥ  ΦΩΤΟΣ

 

Ελαίου λίκνο,

ιερό της δέησης

ανασαίνεις φως!

 

Ηλιοτρόπια,

τους λύχνους του ουρανού,

εσύ σμιλεύεις…

 

Σελίδες γράφεις,

ημερολογιακές,

ζωής δρώμενα…

 

 

(Τιμητική Διάκριση στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού, Λεμεσός 2019)

**

 

« Όμηρος, Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης… ο φάρος της γνώσης, της τέχνης, της ηθικής εις τους αιώνας των αιώνων»

 

ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΦΑΡΟΙ

 

« Εν οίδα ότι ουδέν οίδα…»

Στις γειτονιές της βουβής γνώσης

περιπλανήθηκα το λιόγερμα

αναζητώντας της μαγκούρας σου τα ίχνη

 

Ανταμώσαμε σε μονοπάτια ζοφερά

σε μια δίνη από ρητορείες και στόμφο

ανάμεσα σε λαοπλάνους σοφιστές

Πάλευες να ξεφύγεις

μην ξελογιαστείς απ’ των Σειρήνων το τραγούδι

κρατώντας σφιχτά την Αρετή απ’ το χέρι

μην ξεστρατίσουμε, μην χαθούμε

 

Μ’ άφησες μονάχα να κουβεντιάσω με τον Όμηρο

που τραγουδούσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια

η γλυκόλαλή του λύρα

Μ’ έστειλες να συζητήσω με τον Πλάτωνα

στη δική του Πολιτεία

αναζητώντας τον Άνθρωπο ανάμεσα στο πλήθος

 

Ξαποστάσαμε στην Αγορά το σούρουπο

διαβάζοντας στις περγαμηνές

τα λόγια του Αριστοτέλη

κι ανηφορίσαμε για την Ακρόπολη

Πήρε να νυχτώνει και χάθηκαν τα χνάρια του ήλιου

πίσω απ’ τον Ιερό Βράχο

όταν ένιωσα το χέρι σου να πέφτει

δίχως πνοή αφήνοντάς μου στη χούφτα

δυο δάκρυα και μια ηλιαχτίδα

 

Είχες προλάβει ν’ ακούσεις το πρώτο μοιρολόι

και των επόμενων γενιών το «χαίρε!»

Όμηρος, Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης

φάροι της γνώσης, της τέχνης, της ηθικής

 εις τους αιώνας των αιώνων

Με τέτοιο φως πώς να ξεστρατίσουμε;

 

( Το ποίημα έχει διακριθεί με το πρώτο βραβείο στον 7ο Διεθνή Ποιητικό Διαγωνισμό του Griechischer Kunst und Literatur Verein, Bayern-Γερμανία, 2008)

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης: Ποιήματα (Δείγμα γραφής)


 

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

 
Εκεί, στα μέρη τα εφήσυχα,
εκεί που τρώγαμε τον περίδρομο,
μπροστά μας αρχάγγελος ξεπρόβαλες
με το σημειωματάρι σου φτερούγα,
με το καλαμάρι σου σπαθί,

 και σώριασες το σώμα σου στο τραπέζι μας
και τινάχτηκαν τα μαχαιροπήρουνα στον αέρα,
όπως τα αργύρια στο Ναό του Σολομώντος
και εκσφενδονίστηκαν οι σούβλες στα κεφάλια μας,
όπως το λιθάρι του Δαβίδ στο κούτελο του Γολιάθ.

 Πρόλαβες πέφτοντας και ψέλλισες: "Τετέλεται.
Βάλτε με να κοιμάμαι ακοίμητος εκεί που δεν τολμάτε"
κι άπλωσε το μύρο σου σε Καρπασία και Αχαιών Ακτή.

 Από τότε επιστρέφεις τα βράδια άγγελος και δάσκαλος
μέσα από υπόγεια φαράγγια που μας έσκαψες διάβαση.
Μέσα οδηγείς μανάδες να συναντήσουν γιους από το χτες, 
μας καλείς να ζήσουμε στη ρίζα μας, στα άβατά μας μέρη
σ' όλα που δανειστήκαμε απ' τα παιδιά μας
και θα τα επιστρέψουμε.         

 Και συ να δασκαλεύεις στη μέση, κρυφό σκολειό ψυχών,
ενώ από πάνω σου ο Σολωμός και ο Κάλβος να πετάουν
και να σε ραίνουν μ’ ένα ματσί βασιλικό.

 
Σημείωση ποιητή: Ο Καρπασίτης συγγραφέας Γιάννης Σταυρινός Οικονομίδης, πρόσφυγας στη Λάρνακα, λίγο πριν πεθάνει ζήτησε από την Ειρηνευτική Δύναμη των Η.Ε. στην Κύπρο να τον θάψουν στην κατεχόμενη Καρπασία, δίπλα στους εγκλωβισμένουςσυγχωριανούς του και τα παιδιά τους. Η τελευταία επιθυμία του πραγματοποιήθηκε.

 
Από την Ποιητική Συλλογή «ΔΙΑΔΡΟΜΗ Α’- Έςπόθ’ έρπες», Ελδόσεις ΣΜΙΛΗ, Αθήνα, 2001.

 
**
 
ΜΥΚΕΡΙΝΟΣ

 Έτρωγε κι έπινε τη νιότη του ο Φαραώ Μυκερίνος.
Αγόραζε δούλες, δούλους ( την ψυχή τους δεν μπορούσε )
συνέλεγε πάπυρους ( μα πού χρόνος και διάθεση για γνώση ;)
μίλαγε τιμές και ποσότητες ( κώφευε στις αξίες και ποιότητες ).
Πίστευε η ζωή του θα διαρκέσει πολύ (στον εφιάλτη του λίγο),
αξίωνε συμμόρφωση (σαν είχε πυρετό παραμιλούσε μόρφωση).
Συνέτρεχε όσους τον θαύμαζαν, κατέτρεχε όσους θαύμαζε.

 Η εξουσία ; Μια σειρήνα που σε λύνει απ' το κατάρτι
ή ένας ίλιγγος (αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο).   

 Μα σαν πλησίαζε η ώρα η έσχατη, σαν είδε
κάτι άξιο να μην έχει να δηλώσει, άθλο κανένα, 
-καλή ώρα η Πυραμίδα του παππού του Χέοπα-
μια Γεωμετρία να υμνεί τον Παντοδύναμο,

 πρόσταξε και του 'φτιαξαν μικρή μια πυραμίδα
(αθόρυβα να ακουμπήσει μέσα σώμα και ψυχή),
σεμνή να υποκλίνεται σ’εκείνη του πατέρα Χέφρην,
ταπεινά να ακούει τα όσα τον συμβούλευε χτες.

 Φεγγαράκι που περιστρέφεσαι ζητώντας φως δανεικό
απ' τη γη τον πατέρα, απ' τον ήλιο τον πάππο Χέοπα,

εκεί, στην ουράνια γαλήνη, τα πράγματα είναι αλλιώς.
Κανένα πάθος στο εξής δε σ’εμποδίζει να δοκιμάσεις,
να εκτιμήσεις πια με συντριβή τα όσα περιφρόνησες,
να προτιμήσεις απ' όλα ένα όνομα καλό, μια υπόληψη
να αντέχει πάνω απ’ όλα (αν το όλα τα λέει όντως όλα).     

 Γιατί η Συγγνώμη σου είναι κατάθεσηΨυχής,
Πυραμίδα θεμελιωμένη και σε κινούμενη άμμο…
ακόμα και τη στιγμή την τελευταία.

 

Σημείωση ποιητή: Ο Φαραώ Μυκερίνος, σε αυτογνωσία παρήγγειλε για την ταφή τουμια μικρή Πυραμίδα (ενώ θα μπορούσε να την είχε παραγγείλει μεγάλη), γιατί δεν κατόρθωσε στη ζωή του όσα σημαντικά πέτυχε ο παππούς του Φαραώ Χέωψ και ο πατέρας του Φαραώ Χέφρην.

 Από την Ποιητική Συλλογή  «ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β’ –Σι βόλε» (Τι επιθυμείς), Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ. Αθήνα, 2003.

 
**
 

 

ΔΑΚΤΥΛΑ ΤΥΦΛΑ

 
Μόνο περήφανος ένιωθα για τα δάχτυλά μου,
σαν μετρούσαν χρήματα, χτήματα, βλήματα
κι έδειχναν τον αθώο του αιώνα για απατεώνα,
σαν υπέγραφαν πόλεμο κι έσβηναν την ειρήνη,
σαν τράβαγαν, έσπρωχναν, ένευαν ή κούρδιζαν
κι έσφιγγαν, έστριβαν, στραγγάλιζαν,
σαν έκλεβαν κι έκρυβαν τεκμήρια τόσα
και πίεζαν το κουμπί για δεινά άλλα τόσα.

 Τότε ήρθες και πήρες τα δάχτυλά μου
απαλά και αιθέρια να τα μάθεις το πώς
να σμίγουν με τα δικά σου που καλούν 
να αγγίζουν με αύρα τη γεωγραφία της αγάπης,
να σε περιδιαβάζουν απ’ τη φτέρνα στο μέτωπο
να δονούνται με το λίκνισμα της μέσης σου,
να απλώνουν μαγικά στο στήθος σου,
στην ακτή των χειλιών σου που με προσκαλούν. 

 Μα αυτά τα δάχτυλά μου είναι ακόμα τυφλά
αφού δεν βλέπουν το αόρατο σου, το άδηλο,
τυφλά ν’ αγγίξουν τη δροσιά της φλόγας σου,
να δουν, να πιστέψουν και να χαϊδέψουν
το μέσα σου χαμόγελο, το μέσα σου άστρο 
ώριμος καρπός για όσους κατέχουν τη σκάλα.

 
Σημείωση ποιητή: Το ποίημα αναπτύσσεται σε 3 επίπεδα: υλιστικό, ερωτικό και ενδότερο.

 

 
**
 

 

Η ΑΡΙΑΔΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

 

Αναθεματίζεις τη μοναξιά σου, μα δες,
την Αριάδνη δες, που ξέχασε ο Θησέας
κι ας τον διέσωσε, ας τον έστησε ήρωα,
ας τον ακολούθησε τυφλά, δίχως μίτο,
για χάρη ας πέταξε το στέμμα της Κνωσού.

 Σπαράζεις; Η Αριάδνη πιο πολύ από σένα,
παρατημένη στις αιχμηρές ακτές της Νάξου,
όχι σε πέλαγος πνιγμένη μα σε στεριά.

 Μα ήρθε ο Διόνυσος να την πάει στην Κύπρο,
η αύρα να της ανοίξει τα βαριά ματόκλαδα,
ο ήλιος να της ροδίζει τα μάγουλα άδοντας:

 Ποταμός ρέω στη θάλασσά σου,
δρόσος στη φυλλωσιά σου,
μαζί κι οι δυο ένας ναΐσκος,
ήλιος με φεγγάρι, ένας δίσκος.

 Μην κλαις. Ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα,
ο νέος έρως ελαύνει νεκτάριος λυτρωτής.
Αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία,
τουλάχιστο σε φυγαδεύει απ’ τη δυστυχία.

 

 

Σημείωση ποιητή : Στην αρχαία Αμαθούντα υπάρχει αφιερωματικόςχώρος της Αριάδνης, στην οποία πόλη, σύμφωνα με ένα μύθο, την έφερε ο Διόνυσοςαπό τη Νάξο, όπου την εγκατέλειψε ο Θησέας. Ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι ο Θησέας άφησε την εγκυμονούσα Αριάδνη στην Αμαθούντα για να τη φροντίσουν οι ντόπιες γυναίκες.

 

Από την Ποιητική Συλλογή  ‘ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ’, Εκδόσεις ΠΑΡΓΑ, Λευκωσία, Αθήνα, 2010.

 
**
 

 

ΑΝ  ΝΑ

 

Ανάμεσα σε Ναι και Όχι, η αμφιβολία
με δηλητηριάζει κι ας μη με σκοτώνει,
δική μου η καταδίκη και δε μ’ αφήνει
να γράφω ουράνιο τόξο στο σύγνεφό σου,
δεν μπορώ σαν σκέφτομαι πως «δεν μπορώ»,
στον κήπο φυτεύω Αν, φυτρώνει Όχι. Όμως

 αν αναβάλλω, να μεταβάλω στάση πρέπει,
αν αμφιβάλλω, να πω σε μένα την αλήθεια,
αν διαχέομαι στα εκτός, να εστιάσω στο εντός,
αν απέχω μεμψιμοιρώντας, να αντέχω σιωπηλός,
αν μείναμε υπόγεια, να βγει ο έρως μας υπέργεια.

 Μα σε όνειρό μου είδα γενναίους τους δυο μας:
να φιλάμε με τα μάτια μας, αν μας κάψουν τα χείλη, 
να ακούμε με τα δάχτυλα, αν μας κόψουν τ’ αυτιά,  
να κρατάμε με το στόμα, αν μας διαλύσουν τα χέρια,
να προχωράμε έρποντας, αν μας σπάσουν τα πόδια.

 Ξυπνώ ψιθυρίζοντας: «Να ζω το Ναι, αν θα υπάρχω».
Θέλω να σε βλέπω φως, αν θα βγω απ’ τις σκιές,
απ’ το Σπήλαιο του Πλάτωνα. Τώρα πιά
το Αν ας αντιστρέψω σε Να.

 

Από την Ποιητική Συλλογή  ‘ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ’, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, Αθήνα, 2019.